ομογνωμοσύνη

ομογνωμοσύνη
η
σύμφωνη γνώμη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ὁμογνωμοσύνη — agreement in opinion fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομογνωμοσύνη — η (Α ὁμογνωμοσύνη) [ομογνώμων] ταύτιση γνωμών, ταυτότητα απόψεων, ομοφροσύνη …   Dictionary of Greek

  • ὁμογνωμοσύνηι — ὁμογνωμοσύνῃ , ὁμογνωμοσύνη agreement in opinion fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογνωμοσύνην — ὁμογνωμοσύνη agreement in opinion fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁμογνωμοσύνης — ὁμογνωμοσύνη agreement in opinion fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ομοδοξία — η (Α ὁμοδοξία) [ομόδοξος] συμφωνία στη γνώμη, ομογνωμοσύνη, ομοφροσύνη νεοελλ. το να ακολουθεί κανείς το ίδιο θρησκευτικό δόγμα με κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • ομοθυμία — η [ομόθυμος] ομοψυχία, ομογνωμοσύνη …   Dictionary of Greek

  • ομοφροσύνη — η (ΑΜ ὁμοφροσύνη) [ομόφρων] 1. σύμπνοια, συμφωνία φρονημάτων και αισθημάτων, ομογνωμοσύνη, ομόνοια 2. ως κύριο όν. η ομόνοια προσωποποιημένη («βωμὸς Ὁμοφροσύνης», Ανθ. Παλ.) …   Dictionary of Greek

  • ομοφωνία — Μουσικός όρος κατά τον οποίο μια μελωδική γραμμή συνδυάζεται με άλλους μουσικούς φθόγγους που τη συνοδεύουν, συμπληρώνοντας την αρμονικά και ρυθμικά. Με αυτή την έννοια η ο. διαχωρίζεται τόσο από την πολυφωνία, όσο και από τη μονοφωνία –όπου μία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”